- οιακίζω
- (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω)1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.)2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», Αριστοτ.β. «ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», Διόδ.)αρχ.1. κατευθύνω, κινώ2. (το παθ.) οἰακίζομαι(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ ῥαβδίον οἰακίζεσθαι» Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ-*, -ᾱκος / οἴηξ, -ηκος].
Dictionary of Greek. 2013.